Σαν έτοιμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι!!!

Εδώ και καιρό ωρίμαζε μέσα μου η ιδέα της δημιουργίας ενός ιστολογίου που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως χώρος γόνιμης ανταλλαγής ιδεών και διανοημάτων. Το συγκεκριμένο ιστολόγιο απευθύνεται στους μαθητές και στις μαθήτριές μου (και όχι μόνο), με την προσδοκία να λειτουργήσει ενισχυτικά στο διάβασμά τους, αλλά και να εγκαινιάσει έναν περισσότερο διαδραστικό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ μας. Απευθύνεται, όμως, και σε όλους εκείνους που επωμίζονται την παιδαγωγική ευθύνη για τη διδακτική προετοιμασία των μαθητών και μαθητριών, σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία
......"Ελληνες ποιητές"
Ελάχιστοι μας διαβάζουν

ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας

μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι

σ' αυτή τη μακρινή γωνιά

όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά.

Κώστας Μόντης
Powered By Blogger

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ...

  
Η τελευταία ποιητική συλλογή του Κώστα Καρυωτάκη κυκλοφόρησε υπό τον αμφίσημο τίτλο "Ελεγεία και Σάτιρες" . Έναν τίτλο που εκφράζει ανάγλυφα τη διχασμένη ψυχή του μεγάλου μας ποιητή, στα βάθη της οποίας αντιπαλεύουν δύο αντίρροπές δυνάμεις: η ελεγεία, ο θρήνος, το πένθος για τα όνειρα που διαψεύδονται, τις χιμαιρικές επιδιώξεις, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τους ουτοπικούς οραματισμούς και η σάτιρα, ο σαρκασμός, η πικρή ειρωνεία υπό το πρίσμα της οποίας βρίσκεται ιδωμένη η κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματα της συλλογής, αφιερωμένο στην πολυαγαπημένη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, την τόσο πρόωρα χαμένη, αποκαλύπτει τον ταραγμένο ψυχισμό και την πεισιθάνατη διάθεση του ποιητή. Λίγο πριν η απελπισία οπλίσει το χέρι του "Στην αμμουδιά της χλοερής Πρέβεζας" και με μια σφαίρα στην καρδιά τερματίσει το μάταιο και ανωφελή βίο του.


 Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε απ' τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!


Σκέψεις πάνω στη φωτογραφία αρχείου της Χωροφυλακής με τον αυτόχειρα Κώστα Καρυωτάκη

Στην αμμουδιά της χλοερής Πρέβεζας

μνήμη
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών
[...]
Μακάριος σχεδόν εικονίζεται ο ποιητής. Τα μάτια κατάκλειστα. Τα φρύδια καμαρωτά. Το στόμα κλειστό, δείχνει να μην ανασαίνει καθόλου. Αλλά κάτι φαίνεται να ανθίζει πάνω στο σφαλιγμένο στόμα. Διατηρεί το κανονικό του σχήμα, όμως κάτι αφήνει να διαφαίνεται. Σαν να χαίρεται ο ποιητής που ταξιδεύει μεσοπέλαγα, σαν να θλίβεται που μένει ακόμη στο χώμα. Και τα χέρια, κοίτα με ποια τάξη τα έχει σταυρώσει πάνω στο κοιμισμένο κορμί. Τα ημίκλειστα δάχτυλα του δεξιού ακουμπούν ελαφρά πάνω στο αριστερό χέρι. Ομως και τα δύο σαν κάτι θέλουν να κρύψουν. Σαν κάτι μαύρο και υγρό να έχει κυλήσει από το μέρος της καρδιάς και έχει λιμνάσει στην κοιλιά του ξαπλωμένου άντρα.
[...]
Πώς μοιάζει τώρα ο Καρυωτάκης; Οχι σαν πεσμένη επιτύμβια στήλη, αλλά σαν ένα ανθρώπινο σώμα που συσπειρώνεται και ετοιμάζεται να φύγει και να ανέβει ψηλά. Τώρα φαίνεται καθαρότερα η κίνηση των χεριών. Τα χέρια δεν δηλώνουν (όπως πρωτύτερα) ακινησία. Δεν δείχνουν ότι θέλουν κάτι να κρύψουν! Ωσάν φτερά αρχίζουν να κινούνται και να ξεδιπλώνουν. Τα δάχτυλα δείχνουν τη λίμνη του αίματος πάνω στην κοιλιά. Δεν την κρύβουν. Κοίτα τα μανίκια του καινούργιου κοστουμιού. Δεν σου φαίνονται ότι ανοίγουν και απλώνουν σαν φτερούγες έτοιμες να χτυπήσουν το χώμα και να ωθήσουν το σώμα ψηλά; Αυτό δείχνει η φωτογραφία κοιταγμένη από άλλη γωνία. Τον ποιητή να συσπειρώνεται μέσα στον ύπνο του, σα σφαίρα να πεταχτεί στα ουράνια. Να και το στόμα πώς ετοιμάζεται να ανοίξει. Να που ο λόγος πάει να ανθίσει. Μιλά ενώ ακόμη τα χείλη είναι ημίκλειστα. Ω εσύ, ευγενικέ διαβάτη, λέει, που περνάς, μην προσπεράσεις, αδιάφορος, καλέ μου. Το βήμα κράτησε μια στιγμή και ρώτα εδώ ποιος κείται. Θα μάθεις πως εδώ αναπαύεται ένας χωρίς πατρίδα και δίχως μοίρα. Εδώ στην αμμουδιά της χλοερής Πρέβεζας κείτομαι και ατενίζω, ανάμεσα σε ίσκιους και φύλλα, το παραδείσιο τοπίο.
Εφημερίδα Το Βήμα, 22/07/2001
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=135373
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου